- οἰκοφθορίαν
- οἰκοφθορίᾱν , οἰκοφθορίαa squandering one's substancefem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οικοφθορία — οἰκοφθορία, ἡ (Α) [οικοφθόρος] 1. η καταστροφή τού σπιτιού ή τής περιουσίας («οἰκοφθορίαν καὶ πενίαν φοβούμενοι», Πλάτ.) 2. μοιχεία … Dictionary of Greek